"Λέξεις και Εικόνες στο Μουσείο" για τον Τάκη Τλούπα
21 Σεπτεμβρίου 2006, Θεσσαλονίκη
Ομιλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου
Πρέπει να σας πω ότι είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που βρίσκομαι σ’ αυτή τη θέση. Δηλαδή να είμαι ομιλητής σε μια συνάντηση. Το απέφευγα γιατί ντρεπόμουνα αλλά και γιατί πάσχω από λεξιπενία. Κι ύστερα όσο πιο πολύ βυθίζομαι στη μουσική δημιουργία τόσο πιο βουβός γίνομαι. Τότε γιατί δέχτηκα να μιλήσω απόψε;
Το θεώρησα κάπως σαν χρέος. Σε τρία εξώφυλλα δίσκων μου χρησιμοποίησα φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα. Δεν είναι τυχαίο. Έχω μεγαλώσει στην ύπαιθρο και οι στιγμές της που απαθανάτισε ξυπνάνε μέσα μου το πιο αβάσταχτο συναίσθημα: Τη νοσταλγία της παιδικής ηλικίας.
Θα μπορούσε το ποδήλατο που τράβηξε την προσοχή του να είναι του πατέρα μου, τα ταλαιπωρημένα χέρια -στα οποία εστίαζε συχνά- να είναι του σκληροτράχηλου παππού μου -Διβράμης με τ’ όνομα-, οι αυλακιές στο πέτρινο χείλος του πηγαδιού να είναι αυτές που ψηλάφισα παλιά σε μια εκδρομή στη Βρύση Τυρνάβου.
Τα ανεπιτήδευτα πρόσωπα που συνάντησε και αποτύπωσε θα νικάνε για πολύ το χρόνο. Θα είναι σα νεολιθικά ευρήματα του Θεσσαλικού Κάμπου. Κι όποιος μετά από δεκάδες χρόνια έχει την τύχη να ξεφυλλίσει κάποιο απ’ τα λευκώματά του θα δει ξαφνιασμένος να γεμίζει το δωμάτιο από ομίχλη.
Στην τέχνη της φωτογραφίας δεν είμαι εκπαιδευμένος. Λειτουργώ διαισθητικά. Με τον ίδιο τρόπο γράφω μουσική, με τον ίδιο τρόπο διάλεξα και τα εξώφυλλα. Το ζητούμενο είναι μέσα από το συνδυασμό οικείων στοιχείων να εκφράσει κανείς το ανοίκειο, το μυστήριο της ζωής.
Στον πρωτόλειο δίσκο μου, την «Αγία Νοσταλγία», χρησιμοποίησα τη φωτογραφία από ένα λιθανάγλυφο. Για καιρό μετά, δεν θεωρούσα επιτυχημένη την επιλογή. Θύμιζε αρκετά δίσκους του Θεοδωράκη, της Μπέλλου, που είχαν για εξώφυλλο χαρακτικά του Τάσσου. Τώρα πια ξέρω ότι ήταν καλός συνδυασμός: Ακατέργαστο περιεχόμενο με ακατέργαστο εξώφυλλο.
Στον δεύτερο δίσκο με τίτλο «Στην Ανδρομέδα και στη γη», διάλεξα για εξώφυλλο τη φωτογραφία μιας συστοιχίας από λεύκες. Θεωρώ ότι ίσως είναι το πιο πετυχημένο εξώφυλλο που έχω κάνει. Μάλλον το επέλεξα γιατί μου ήταν οικείο. Σε ένα τέτοιο μέρος με λεύκες και ζίγρες είχα τις πρώτες κρυφές ερωτικές συναντήσεις. Τώρα πια ξέρω ότι είναι και κάτι άλλο: Τα ψιλόλιγνα δέντρα είναι σαν χέρια υψωμένα προς τον ουρανό, προς την Ανδρομέδα. Κι αν γέρνουν λίγο είναι γιατί η πνοή του Σύμπαντος τα θροΐζει.
Ο τρίτος δίσκος που χρησιμοποίησα φωτογραφία του Τάκη ήταν ο «Βραχνός Προφήτης». Ήθελα να δώσω ένα πρόσωπο σ’ αυτόν τον Προφήτη και βρήκα αυτή την φοβερή φυσιογνωμία, κάτι ανάμεσα σε Μάνο Κατράκη και Lee Van Cleef. Ένιωσα ένα ρίγος όταν ανακάλυψα ότι το επάγγελμα που έκανε ο άνθρωπος ήταν τελάλης: Βραχνός Προφήτης - τελάλης. Ίσως γι’ αυτό τα χείλη του είναι τόσο σφιγμένα. Προσπαθούν να συγκρατήσουν τις δύσκολες προφητείες ή κουράστηκαν να ανακοινώνουν άσχημα μαντάτα. Ίσως γι’ αυτό χάθηκε. «Αφού δεν είχε νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα».
Αυτό το εξώφυλλο ήταν αιτία και για κάποια χαριτωμένα περιστατικά: Μου διηγήθηκε ένας δισκοπώλης ότι όταν κυκλοφόρησε ο δίσκος μπήκε μία κοπέλα και τον ζήτησε. Μόλις λοιπόν είδε τη φωτογραφία του εξωφύλλου αναφώνησε: «Μα πώς μπορεί και γράφει ακόμα τραγούδια; Αυτός είναι με το ένα πόδι στον τάφο!» Ο δε σκηνοθέτης Νίκος Γραμματικός ο οποίος δεν άκουγε ελληνική μουσική και ούτε ήξερε την ύπαρξή μου, έτυχε να δει το εξώφυλλο του δίσκου, σκέφτηκε ότι ο πρωταγωνιστής της ταινίας του -με τον τίτλο «Ο Βασιλιάς»- θα ήταν κάπως έτσι στα γεράματά του και αποφάσισε ότι ο δημιουργός αυτού του δίσκου πρέπει να γράψει και τη μουσική της ταινίας του. Κάτι το οποίο και έγινε. Ελπίζω η Βάνια, η κόρη του Τάκη, να μη μου ζητήσει μερίδιο από την αμοιβή που πήρα.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν δεν κουράζεται το μάτι του φωτογράφου να είναι μια ζωή πίσω από τον φακό. Και επίσης αν, μ’ αυτό τον τρόπο, δεν χάνει το βίωμα προσπαθώντας να το αποθανατίσει. Το ίδιο αναρωτιέμαι και για μένα. Μήπως χάνω τη ζωή κλεισμένος ατέλειωτες ώρες σε τέσσερεις τοίχους με την μπουζουκομάνα στο χέρι. Ο Τάκης -που τώρα βλέπει τα πράγματα από μακριά- ας στείλει κανένα σήμα.
Θα τελειώσω με ένα απόσπασμα από μία διασκευή που έκανα σε ένα ποίημα του Χρήστου Μπράβου και αναφέρεται σε έναν παλαιότερο συνάδελφο του Τάκη Τλούπα, στον φωτογράφο των Τρικάλων Α. Μάνθο.