Ωχ! Στα αζήτητα το θρέντ. Από τον Οκτώβριο έχει να γράψουμε!
Κάπως με βρήκε και έγραψα αυτό, απλή η κυπριακή αλλά καλού κακού έβαλα και γλωσσαρι.
Hey - καρδιά μου,
μακρομάνικη μου ευαισθησία!
Φορείς το παλτό σου τζιαι φκαίνεις έξω [τζιαι = και, φκαίνω = βγαίνω]
που το σπίτι με την ουρά στο σιέρι. [σιέρι = χέρι]
Ο ουρανός εν εις τη θέση του, [εν = είναι]
εσύ όμως πού βρίσκεσαι;
Εχάθηκες μες το δάσος το σκοτεινό,
επήρε σε το μαύρο το ποτάμι.
Πάρε τα πόθκια σου, καρδιά μου, [πόθκια = πόδια]
τζιαι πήαινε ως το γεφύρι.
Σιύψε να δεις τον πράσινο τον ποταμό [σιύφκω = σκύβω]
το γλήορον, το γοργοπόδαρο. [γλήορο = γρήγορο]
Πιασ' τζιαι το μονοπάτι [πιάνω = παίρνω]
τζιαι πήαινε κοντά του τζιαι μίλα του.
Τραούδα του τους καημούς σου.
Δως του τους ούλλους - χάρισμαν του!
Να τους πάρει να διαλυθούν
μες τη θάλασσα την αλμυρή.
Άκου τζιαι τη μουρμούρα του. Άκου;
Άνοιξε τα ρουθούνια σου καλά να ακούσεις.
Κράτα τα ούλλα τζιαμέ γερά. Μεν τα ξηάσεις. [ούλλα = όλα, τζιαμέ = εκεί, μεν = μην, ξηάνω = ξεχνώ]
Πιε τζιαι μια ζιβάνα πουπάνω πόπαστον. [πουπάνω = από πάνω, πόπαστον = για το τέλος(?)]
Hey - καρδιά μου,
τριτοκοσμική μου ανησυχία!
Πιασ' τα ποούθκια σου τωρά ξανά
τζιαι έφκα πάνω πάλε.
Πέρνα τζιαι δίπλα που τούντους
καημένους που τρυπιούνται.
Να στάξει η μίλλα σου βραστή στη γη, [μίλλα = λίπος]
να στάξει τζιαι πάνω τους.
Πέρκει σηκώσουσιν τα μάθκια τους [πέρκει (μου) = μπας και, μάθκια = μάτια]
τζιαι δουν το λαμπρόν μες τα μάθκια σου.
Να νιώσουν πως εν 'ναιν μόνοι τους [εν' ναιν = δεν είναι]
πα σ' τούν' τη γη. Σιαιρέτα τους. [πα = πάνω, σιαιρετώ = χαιρετώ]
Να δουσιν πως τους υπολογίζουμεν
τζιαι θέλουμεν τους τζιαι τούτους μαζί μας.
Τη βοήθεια τους. Την ευλογία τους.
Φίλα τους τζιαι το σιέρι.
Πέρκει μου βρουν τη δύναμη
τζιαι αποτάξουσιν το σατανά.
Τούτον το θκιάολο που τους ταλαιπωρεί. [θκιάολος = διάολος]
Κλώσσα τους τζιαι κάνα αφκό [αφκό = αυγό]
πέρκει μου φκει χρυσόν. [φκαίνω = βγαίνω]
Άναψε τζιαι μια καντήλα.
Τζιαι πιάσ' τα μάθκια σου τζιαι φύε.
Λάμνε ποτζιεί πουν το βρυσίν [λαμνίζω = πηγαίνω, ποτζιεί = από εκεί, πουν = που είναι]
τζιαι νύφτου λλίον να δροσίσει. [λλίον = λίγο]
Κλεισ' τζιαι το μάτι σου στο νέφος
το ασπρουδερό που ρέσσει. [ρέσσω = περνώ]
Hey - καρδιά μου,
κατεψυγμένη μου ελευθερία!
Πότε ελάλησεν ο πετεινός και τι μας είπε;
<br><br>Το μήνυμα διορθώθηκε από τον/την: Φοινίκη, στις: 01/09/2008 09:43